μεγαλότεχνος

μεγαλότεχνος
μεγᾰλό-τεχνος, ,
A engineer, Arist.Mu.398b14 (s.v.l.); τὸ μ., = ὕψος, the sublime, D.H. Isoc.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλότεχνος — μεγαλότεχνος, ον (Α) 1. αυτός που μεγαλουργεί στην τέχνη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεγαλότεχνον το υψηλό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + τέχνη (πρβλ. υψηλό τεχνος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλότεχνον — μεγαλότεχνος engineer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”